έρπης

έρπης
(-ητος) ο мед. герпес

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "έρπης" в других словарях:

  • ἕρπης — shingles fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρπης — Ιογενής πάθηση του δέρματος και των βλεννογόνων, που χαρακτηρίζεται από φυσαλιδώδες εξάνθημα. Διακρίνεται στον απλό έ. και στον έ. ζωστήρα. Ο απλός έ. είναι ιδιαίτερα συχνή νόσος, που προσβάλλει κατά προτίμηση τις περιοχές γύρω από το στόμα, τη… …   Dictionary of Greek

  • ἕρπῃς — ἕρπω serpo) pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑρπήτων — ἕρπης shingles fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπησι — ἕρπης shingles fem dat pl ἕρπω serpo) pres subj mp 2nd sg (epic) ἕρπω serpo) pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπησιν — ἕρπης shingles fem dat pl ἕρπω serpo) pres subj mp 2nd sg (epic) ἕρπω serpo) pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπητα — ἕρπης shingles fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπητας — ἕρπης shingles fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπητες — ἕρπης shingles fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕρπητος — ἕρπης shingles fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»